- ἐπιβεβαιῶ
- ἐπιβεβαιόωadd proofpres subj act 1st sgἐπιβεβαιόωadd proofpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιβεβαιώνω — (AM ἐπιβεβαιῶ, όω) 1. παρέχω πρόσθετη ή περαιτέρω βεβαίωση για κάτι 2. καθιστώ έγκυρο, επικυρώνω … Dictionary of Greek
προσεπιβεβαιώ — όω, Α [ἐπιβεβαιῶ] βεβαιώνω επί πλέον, επιπροσθέτως … Dictionary of Greek